Την κάθαρση της ψυχής συνόδευε απαραίτητα η κάθαρση του σώματος, στην οποία έφτανε κυρίως με την υγιεινή και την αυστηρή τήρηση των ηθών. Αν και το ιδεώδες της πυθαγόρειας ζωής δεν είχε τίποτα απ' τον ασκητικό βίο, δεδομένου ότι ο γάμος ήταν ιερός, συνιστούσαν στους υποψηφίους την αγνότητα και στους μυημένους την εγκράτεια.
Η ηδονή παρομοιαζόταν με το τραγούδι των Σειρήνων, όσο περισσότερο τις πλησιάζεις τόσο περισσότερο απομακρύνονται για να χαθούν στο άπειρο, αφήνοντας στη θέση τους το γυμνό βράχο φαγωμένο απ' τα κύματα. Ενώ η αληθινή χαρά μοιάζει με τη συναυλία των Μουσών, που αφήνει στην ψυχή μια ουράνια αρμονία.
Στο τέλος αυτής της αρχικής φάσεως, ο υποψήφιος αν και δεν είχε ακόμα συλλάβει τις μεγάλες αλήθειες. είχε όμως διαισθανθεί την παρουσία τους, είτε ακούγοντας τα αποφθέγματα μέσα απ' τα χρυσά έπη, είτε σκεπτόμενος βαθιά τα σύμβολα που του είχαν σταδιακά δοθεί. Έπρεπε να ανακαλύψει στην ορατή αλήθεια τα ίχνη της αόρατης αλήθειας. Ο υποψήφιος άκουγε το δάσκαλό του να μιλάει για τη μεγάλη δύναμη της μουσικής και για τη θεϊκή δύναμη των αριθμών.
Του είχαν πει ότι οι αριθμοί κρύβουν μέσα τους το μυστικό των πραγμάτων κι ότι ο Θεός παριστάνει την παγκόσμια αρμονία. Ότι οι εφτά ιερές εκφράσεις γραμμένες στις εφτά νότες του εφτάχορδου αντιστοιχούν στα εφτά χρώματα του φωτός, στους εφτά πλανήτες και στις εφτά εκφράσεις της υπάρξεως, που γίνονται σ' όλες τις σφαίρες της υλικής και πνευματικής ζωής. Ότι η ψυχή πρέπει να συγχρονίσει το ρυθμό με τις μελωδίες αυτών των εκφράσεων, αν θέλει να φτάσει στην αρμονία που χρειάζεται για να παίξει με τέλειο συντονισμό με τη θεϊκή πνοή της αλήθειας.
Η ζωή του υποψήφιου ξετυλιγόταν με μια καθορισμένη τάξη απ' τις πρώτες ώρες της ημέρας. Ο νέος άρχιζε τη μέρα του με έναν ύμνο στο Άπόλλωνα χορεύοντας ένα δωρικό ρυθμό. Μετά έκανε το τελετουργικό του πλύσιμο και μια βόλτα προς το ναό παρατηρώντας την απόλυτη σιωπή. Η συνάντηση με το δάσκαλο ήταν στο ιερό δάσος και το μάθημα μπορούσε να γίνει κάτω από τη σκιά των πυκνών δέντρων ή κάτω απ' τις στοές. Κατά το μεσημέρι μετά από μια προσευχή στους ήρωες και στα πνεύματα του καλού, έπαιρνε το γεύμα του, μάλλον λιτό, που αποτελούνταν από ψωμί, μέλι και ελιές.
Οι απογευματινές ώρες ήταν αφιερωμένες στη γυμναστική, στη μελέτη, στην περισυλλογή και σε ένα πνευματικό έργο πάνω στο πρωινό μάθημα. Το ηλιοβασίλεμα γινόταν μια κοινή προσευχή και τραγουδούσαν έναν ύμνο στους κοσμογονικούς Θεούς.
Κλείνοντας την ημέρα και μετά το δείπνο, ο νεότερος διάβαζε κάτι που σχολιαζόταν κατόπιν από τον πιο ηλικιωμένο.
Όταν ένας υποψήφιος άφηνε με τη θέλησή του τη Σχολή για να ξαναγυρίσει στην κοινή ζωή ή όταν ένας μαθητής χανόταν στα μυστικά που αφορούσαν τη διδασκαλία, του έκαναν ένα τάφο στον ιερό περίβολο, σαν να είχε πεθάνει στ' αλήθεια. Αυτός ο τάφος που γινόταν σε ένα ζωντανό θα τον ακολουθούσε για όλες τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του, φωνάζοντας μέσα του σαν μια μακάβρια και άσχημη ευχή.
Αφού περνούσε τον πρώτο βαθμό, ο Πυθαγόρας δεχόταν τον υποψήφιο στο ιδιαίτερό του σπίτι, περιβάλλοντάς τον επίσημα ανάμεσα στους δικούς του μαθητές, ανάμεσα στους εσωτερικούς (τους μέσα). Ήταν αυτή η πράξη που έδινε το πράσινο φως για την αληθινή μύηση, που την αποτελούσαν η ολοκληρωτική και λογική κατανόηση της απόκρυφης διδασκαλίας, της οποίας οι βασικές αρχές περιέχονταν στη μυστηριώδη επιστήμη των αριθμών.
Μια τυποποίηση αυτής της επιστήμης έγινε απ' τον Πυθαγόρα σ' ένα έργο του με τον τίτλο ''Ιερός Λόγος'' Αν και το βιβλίο δεν έφτασε μέχρι σ' εμάς, ξέρουμε τις αρχές που περιέχει από τα έργα των πυθαγόρειων Φιλόλαου, Αρχύτα και Ιεροκλή, τους διαλόγους του Πλάτωνα, τα έργα του Αριστοτέλη, του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου.
Ο Πυθαγόρας έδινε στους μαθητές του την ονομασία ''μαθηματικοί'', αρχίζοντας την ανώτερη διδασκαλία του ακριβώς με την επιστήμη των αριθμών. Φυσικά δεν επρόκειτο για τα απλά μαθηματικά, αλλά για τα ιερά μαθηματικά την επιστήμη των αρχών. Ο αριθμός εδώ δεν παριστάνει την αφηρημένη ποσότητα, αλλά την αρετή ζωντανή του ανώτατου Ενός, του Θεού, που πηγάζει από την παγκόσμια αρμονία. Εκείνη των αριθμών ήταν η επιστήμη των ζωικών δυνάμεων, των θεϊκών χαρισμάτων μέσα στους κόσμους και στον άνθρωπο, στο μακρόκοσμο και στο μικρόκοσμο.
Οι αριθμοί του Πυθαγόρα είναι οι θεϊκές δυνάμεις του κόσμου, που κατευθύνουν τις αρχικές μορφές του Μεγάλου Σύμπαντος και ανασύρουν τις υπάρξεις απ' το χωνευτήριο των αμετάβλητων αρχέτυπων.
Ο Πυθαγόρας συνήθιζε να αποκαλύπτει τη σοφία των αριθμών στο ναό των Μουσών, όπου οι μαθητές του δεύτερου βαθμού μπορούσαν να μπουν μόνο με τη συνοδεία του δασκάλου τους. Μέσα σ' αυτό το στρογγυλό ναό, που οι αρχές της Κροτώνης έχτισαν σύμφωνα με τις υποδείξεις του ίδιου του Πυθαγόρα, υπήρχαν τα μαρμάρινα αγάλματα των εννέα Μουσών. Στη μέση, επίσημη και μυστηριώδης, κυριαρχούσε η Εστία, τυλιγμένη με ένα πέπλο.
Για τους Έλληνες, όπως άλλωστε και για τους Ρωμαίους, Η Εστία ήταν ο φύλακας της θεϊκής αρχής που βρίσκεται μέσα σε κάθε πράγμα.
Μέσα στο ιερό του Πυθαγόρα ήταν το σύμβολο της θεϊκής Επιστήμης, δηλαδή της Θεογονίας. Ολόγυρα οι Μούσες είχαν, εκτός απ' τα παραδοσιακά και μυθολογικά τους ονόματα, το όνομα των απόκρυφων επιστημών και των ιερών τεχνών που ήταν προστάτιδες.
Έτσι δεμένες με την Ουρανία ήταν η αστρονομία και η αστρολογία, με την Πολύμνια η επιστήμη των ψυχών στην άλλη ζωή και η τέχνη της λατρείας, με τη Μελπομένη η επιστήμη της ζωής και του θανάτου. Με την Καλλιόπη, την Κλειώ και την Ευτέρπη ήταν δεμένες: η ιατρική, η μαγεία και η ηθική. Με την Τερψιχόρη, την Ερατώ και τη Θάλεια: η χημεία, η ορυκτολογία και η επιστήμη των φυτών και των ζώων. Κάθε μια απ' τις τρεις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένες οι εννέα Μούσες αντιστοιχούσε στον πυθαγόρειο εσωτερισμό σε μια ειδική γενική επιστήμη. Η πρώτη στην κοσμογονία η ουράνια φυσική, η δεύτερη στην ψυχολογία και επιστήμη του ανθρώπου και η τρίτη στη φυσική της Γης.
Τα χρυσά έπη του Πυθαγόρα.
Υπό το όνομα τούτο εσώθη ποιητική συλλογή 71 στίχων, εις τους οποίους περιέχεται η ηθική διδασκαλία του Πυθαγόρου και των Πυθαγορείων. Η σύνθεσις των στίχων τούτων αποδίδεται εις τους Νεοπυθαγορείους του δευτέρου προς τον τρίτον μετά Χριστόν αιώνος. Η φράσις «Χρυσά έπη» άπαντα το πρώτον εις τον Αλεξανδρινόν Αλκίφρονα, ακμάσαντα περί το 200 μ. Χ., τον συγγραφέα των χαριτωμένων γνωστών επιστολών (των Εταιρών). Η γνώμη ότι τα «Χρυσά έπη» θα εγράφησαν υπό του Πυθαγόρου ή υπό των πρώτων Πυθαγορείων και ανασυνετέθησαν μεταγενεστέρως, υφ' ην μορφήν έφθασαν μέχρις ημών, δεν φαίνεται ορθή. Απλή ανάγνωσις τούτων πείθει ότι ταύτα εγράφησαν πολύ μεταγενεστέρως. Οπωσδήποτε όμως το περιεχόμενον των έπων τούτων είναι γνησίως πυθαγορικόν και σύμφωνον προς την παράδοσιν δια την ηθικήν διδασκαλίαν του Πυθαγόρου και των Πυθαγορείων. Ταύτα έχουν ως εξής :
Αρχαίο κείμενο :
Ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς, νόμωι ὡς διάκεινται, τίμα καὶ σέβου ὅρκον. ἔπειθ' ἥρωας ἀγαυούς τούς τε καταχθονίους σέβε δαίμονας ἔννομα ῥέζων σούς τε γονεῖς τίμα τούς τ' ἄγχιστ' ἐγγεγαῶτας. τῶν δ' ἄλλων ἀρετῆι ποιεῦ φίλον ὅστις ἄριστος. πραέσι δ' εἶκε λόγοισ' ἔργοισί τ' ἐπωφελίμοισι. μηδ' ἔχθαιρε φίλον σὸν ἁμαρτάδος εἵνεκα μικρῆς, ὄφρα δύνῆι· δύναμις γὰρ ἀνάγκης ἐγγύθι ναίει.
Ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι, κρατεῖν δ' εἰθίζεο τῶνδε· γαστρὸς μὲν πρώτιστα καὶ ὕπνου λαγνείης τε καὶ θυμοῦ. πρήξηις δ' αἰσχρόν ποτε μήτε μετ' ἄλλου μήτ' ἰδίηι· πάντων δὲ μάλιστ' αἰσχύνεο σαυτόν. εἶτα δικαιοσύνην ἀσκεῖν ἔργωι τε λόγωι τε, μηδ' ἀλογίστως σαυτὸν ἔχειν περὶ μηδὲν ἔθιζε, ἀλλὰ γνῶθι μέν, ὡς θανέειν πέπρωται ἅπασιν, χρήματα δ' ἄλλοτε μὲν κτᾶσθαι φιλεῖ, ἄλλοτ' ὀλεσθαι. ὅσσα δὲ δαιμονίαισι τύχαις βροτοὶ ἄλγε' ἔχουσιν, ἣν ἂν μοῖραν ἔχηις, ταύτην φέρε μὴδ' ἀγανάκτει. ἰᾶσθαι δὲ πρέπει καθ' ὅσον δύνηι, ὧδε δὲ φράζευ· οὐ πάνυ τοῖς ἀγαθοῖς τούτων πολὺ Μοῖρα δίδωσιν.
Πολλοὶ δ' ἀνθρώποισι λόγοι δειλοί τε καὶ ἐσθλοί προσπίπτουσ', ὧν μήτ' ἐκπλήσσεο μήτ' ἄρ' ἐάσηις εἴργεσθαι σαυτόν. ψεῦδος δ' ἤν πέρ τι λέγηται, πράως εἶχ'. ὃ δέ τοι ἐρέω, ἐπὶ παντὶ τελείσθω· μηδεὶς μήτε λόγωι σε παρείπηι μήτε τι ἔργωι πρῆξαι μηδ' εἰπεῖν, ὅ τί τοι μὴ βέλτερόν ἐστιν.
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου, ὅπως μὴ μωρὰ πέληται· δειλοῦ τοι πράσσειν τε λέγειν τ' ἀνόητα πρὸς ἀνδρός. ἀλλὰ τάδ' ἐκτελέειν, ἅ σε μὴ μετέπειτ' ἀνιήσει. πρᾶσσε δὲ μηδὲ ἓν ὧν μὴ ἐπίστασαι, ἀλλὰ διδάσκευ ὅσσα χρεών, καὶ τερπνότατον βίον ὧδε διάξεις. οὐ δ' ὑγιείας τῆς περὶ σῶμ' ἀμέλειαν ἔχειν χρή, ἀλλὰ ποτοῦ τε μέτρον καὶ σίτου γυμνασίων τε ποιεῖσθαι. μέτρον δὲ λέγω τόδ', ὃ μή σ' ἀνιήσει. εἰθίζου δὲ δίαιταν ἔχειν καθάρειον ἄθρυπτον καὶ πεφύλαξο τοιαῦτα ποιεῖν, ὁπόσα φθόνον ἴσχει. μὴ δαπανᾶν παρὰ καιρὸν ὁποῖα καλῶν ἀδαήμων μηδ' ἀνελεύθερος ἴσθι. μέτρον δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστον. πρᾶσσε δὲ ταῦθ', ἅ σε μὴ βλάψει, λόγισαι δὲ πρὸ ἔργου.
Μὴ δ' ὕπνον μαλακοῖσιν ἐπ' ὄμμασι προσδέξασθαι, πρὶν τῶν ἡμερινῶν ἔργων τρὶς ἕκαστον ἐπελθεῖν· «πῆι παρέβην; τί δ' ἔρεξα; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;» ἀρξάμενος δ' ἀπὸ πρώτου ἐπέξιθι καὶ μετέπειτα δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο, χρηστὰ δὲ τέρπευ.
Ταῦτα πόνει, ταῦτ' ἐκμελέτα, τούτων χρὴ ἐρᾶν σε· ταῦτά σε τῆς θείης Ἀρετῆς εἰς ἴχνια θήσει ναὶ μὰ τὸν ἁμετέραι ψυχᾶι παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως. ἀλλ' ἔρχευ ἐπ' ἔργον θεοῖσιν ἐπευξάμενος τελέσαι.
Τούτων δὲ κρατήσας γνώσεαι ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ' ἀνθρώπων σύστασιν, ἧι τε ἕκαστα διέρχεται, ἧι τε κρατεῖται, γνώσηι δ', ἣ θέμις ἐστί, φύσιν περὶ παντὸς ὁμοίην, ὥστε σε μήτε ἄελπτ' ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν. γνώσηι δ' ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ' ἔχονταςτλήμονας, οἵτ' ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ' ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσι, λύσιν δὲ κακῶν παῦροι συνιᾶσιν. Τοίη μοῖρ' αὐτῶν βλάπτει φρένας· ὡς δὲ κύλινδροι ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλα φέρονται ἀπείρονα πήματ' ἔχοντες. λυγρὰ γὰρ συνοπαδὸς Ἔρις βλάπτουσα λέληθεν σύμφυτος, ἣν οὐ δεῖ προάγειν, εἴκοντα δὲ φεύγειν.
Ζεῦ πάτερ, ἦ πολλῶν κε κακῶν λύσειας ἅπαντας, εἰ πᾶσιν δείξαις, οἵωι τῶι δαίμονι χρῶνται. ἀλλὰ σὺ θάρσει, ἐπεὶ θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν, οἷς ἱερὰ προφέρουσα φύσις δείκνυσιν ἕκαστα.
Ὧν εἴ σοί τι μέτεστι, κρατήσεις ὧν σε κελεύω ἐξακέσας, ψυχὴν δὲ πόνων ἀπὸ τῶνδε σαώσεις. ἀλλ' εἴργου βρωτῶν ὧν εἴπομεν ἔν τε Καθαρμοῖς ἔν τε Λύσει ψυχῆς, κρίνων καὶ φράζευ ἕκαστα ἡνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν ἀρίστην. ἢν δ' ἀπολείψας σῶμα ἐς αἰθέρ' ἐλεύθερον ἔλθηις, ἔσσεαι ἀθάνατος, θεός ἄμβροτος, οὐκέτι θνητός.
Ερμηνεία :
Εν πρώτοις τίμα τους αθανάτους θεούς, ως είναι καθιερωμένον, και σέβου τον όρκον, έπειτα τους ένδοξους ήρωας, και σέβου τους εις τον Άδην θεούς, πράττων τα νόμιμα, και τίμα τους γονείς σου και τους πλησιέστατους συγγενείς, εκ δε των άλλων ανθρώπων να κάνης φίλον, τον άριστον κατά την αρετήν.
Να προτιμάς λόγους γλυκείς κι΄ επωφελείς, μηδέ να γίνης εχθρός προς φίλον σου δια μικρόν παράπτωμα του, εφ' όσον ' ημπορείς διότι η δύναμις κατοικεί πλησίον της ανάγκης.
Ταύτα μεν έχουν ούτω, συνήθιζε δε να είσαι κύριος των έξης : Εν πρώτοις της πολυφαγίας και του ύπνου, και της λαγνείας και του θυμού· ποτέ δε να μη πράξης αισχρόν μήτε με άλλον μήτε μόνος από όλους δε προ παντός να εντρέπεσαι τον εαυτόν σου. Έπειτα ν' ασκής την δικαιοσύνην με λόγους και με έργα, ουδέ να συνηθίζης να είσαι ασυλλόγιστος, αλλά γνώριζε ότι είναι πεπρωμένον ν' αποθάνουν όλοι, τα χρήματα δε άλλοτε μεν αγαπά η μοίρα να αποκτώνται, άλλοτε δε να χάνωνται.
Όσα δε κακά έχουν οι άνθρωποι εκ κακής τύχης, και επομένως και συ, ταύτα υπόφερε και μη αγανακτεί, θεράπευε δε αυτά όσον ημπορείς· έχε δε υπ' όψει τα έξης : η Μοίρα εις τους καλούς ανθρώπους δεν δίδει πολλά κακά.
Εις τους ανθρώπους, πολλοί λόγοι κακοί και καλοί λέγονται, οι όποιοι να μη σε εκπλήσσουν, αλλ' ούτε και να τους απορρίπτης, εάν δε λέγεται τι ψεύδος να το ακούς με πραότητα, και να εκτελής πάντοτε ό,τι θα σου είπω : Κανείς να μη σε παραπείση με λόγους ή έργα να πράξης ή να είπης κάτι, το όποιον να μη σε καθιστά καλύτερον.
Να σκέπτεσαι προ πάσης πράξεως, ίνα μη κάνης ανοησίας· είναι ίδιον δυστυχούς ανθρώπου να πράττη και να λεγη ανόητα· αλλά να πράττης εκείνα, δια τα οποία δεν θα μετανοήσης.
Να πράττης δε μόνον ό,τι γνωρίζεις και να μάθης όσα είναι ανάγκη, οπότε θα διέλθης τερπνότατον βίον.
Έχεις δε καθήκον να μη αμελής της περί το σώμα υγείας, αλλά ποτού και φαγητού και γυμναστικής μέτρον να έχης· εννοώ δε μέτρον ό,τι δεν θα σου προξενή λύπην.
Συνήθιζε δε να έχης καθαράν και λιτήν τροφήν και φυλάξου να μη πράττης όσα προκαλούν φθόνον· μη εξόδευε ασκόπως, όπως πράττουν οι αδαείς των καλών, μηδέ να είσαι ανελεύθερος, και μέτρον δι' όλα είναι άριστον πράττε δε ταύτα, τα οποία δεν θα σε βλάψουν, σκέψου δε προ πάσης πράξεως.
Μηδέ να δέχεσαι τον γλυκύν ύπνον εις τα μάτια σου. πριν εξέτασης τρεις φοράς έκαστον ημερήσιον έργον σου, λέγων: «Τι κακόν έκαμα; Τι καλόν έκαμα; Ποίον καθήκον παρέλειψα;», αρχίζων από το πρώτον έργον σου και έπειτα από τα άλλα· και δια τα κακά μεν να επιπλήττης τον εαυτόν σου, δια τα καλά δε να χαίρεσαι.
Να εφαρμόζης αυτά τα παραγγέλματα, να τα σκέπτεσαι, να τα αγαπάς· αυτά θα σε οδηγήσουν προς την θείαν αρετήν, «ναι μα τον παραδώσαντα εις την ψυχήν μας την τετρακτύν, πηγήν αενάου (αιωνίας) φύσεως».
Αλλ' άρχιζε το έργον σου επικαλούμενος την βοήθειαν των θεών· τηρών δε ταύτα τα παραγγέλματα, τότε θα γνωρίσης και των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων την σύστασιν, πώς το κάθε τι παρέρχεται ή μένει, θα μάθης δε, αν τούτο επιτραπή, ότι η φύσις είναι παντού όμοια, ώστε μήτε τ' ανέλπιστα να ελπίζης, μήτε να σου διαφεύγη τι.
Θα μάθης δε, ότι οι άνθρωποι έχουν συμφοράς, οι δυστυχείς, οι οποίοι, πλησίον όντες των αγαθών ούτε τα βλέπουν, ούτε τ' ακούουν, ολίγοι δε γνωρίζουν ν' απαλλάσσωνται των κακών· τοιαύτη μοίρα βλάπτει τας φρένας των· ως κύλινδροι δε φέρονται άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, έχοντες απείρους συμφοράς· διότι τους διαφεύγει ότι η ολεθρία συνοδοιπόρος Έρις βλάπτουσα, είναι συνυφασμένη με αυτούς, και δεν πρέπει να την προάγωμεν, αλλά να την αποφεύγωμεν.
Ζεύ πάτερ, ημπορείς βέβαια ν' απαλλάξης όλους όλων των κακών, εάν δείξης εις όλους ποίαν ψυχήν έχουν.
Αλλά συ θάρρει, διότι είναι θείον το γένος των θνητών εις τους οποίους η Ιερά φύσις δεικνύει όλα, εάν δ' αύτη σου τ’ αποκάλυψη θα γίνης κάτοχος των παραγγελμάτων μου. απαλλάξας δε την ψυχήν από των κακών τούτων, θα την σώσης.
Αλλ' απέχου τροφών, περί ων είπομεν, και δια την κάθαρσιν και δια την λύτρωσιν της ψυχής, κρίνων και σκεπτόμενος έκαστα, έχων ως οδηγόν την εξ ύψους αρίστην γνώμην.
Αν δε, αφού αφήσης εις την γην το σώμα, έλθης εις τον ελεύθερον αιθέρα, θα είσαι αθάνατος, άφθαρτος θεός, ουχί πλέον θνητός.
Ε. Σταμάτης
http://youtu.be/zAcI6WTpVEw
Συνεχίζεται...