Ξέρετε τι είναι ο Θεός; Ο Θεός είναι όλα και τίποτα. Εφόσον η τελειότητα που δημιούργησαν οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι παρά το τίποτα... Θέλησαν να δώσουν ένα όνομα στο τίποτα και το έκαναν κάτι. Όπως εσύ, που διαβάζεις αυτές τις γραμμές... Ο καπνός από το τσιγάρο σου δεν είναι τίποτα, είναι καπνός όμως, όπως κι ο Θεός, που είναι το τίποτα, δεν είναι πια τίποτα όμως από τη στιγμή που είναι ο Θεός. Θα μπορούσε κάποιος να είναι Θεός για τους ανθρώπους, έχουμε πολλά παραδείγματα... Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να δίνουν ένα σώμα στο τίποτα για να μπορούν να το βλέπουν και να το αγγίζουν, τουλάχιστον με τη φαντασία τους, για να μπορούν να το ζωγραφίζουν στους καμβάδες, να το σμιλεύουν στα μάρμαρα και στις πέτρες, να τον περι-γράφουν στα χαρτιά και, λίγο-λίγο θα αντιληφθείτε πως ο Θεός έχει μια μύτη σαν τη δική σας κι ένα μαντίλι να τη φυσάει όταν είναι κρυωμένος κι ένα στόμα με το οποίο στο τέλος θα σας πει ένα σωρό βλακείες, ό,τι σας αρέσει ή σας βολεύει και πόδια για να πηγαίνει όπου εσείς θα θέλατε να πάτε, αυτιά για να κάθεται και ν' ακούει τις χαζομάρες που σας έρχονται στο νου. Κι αφού πια τον έχουν κάνει μικρό, πολύ μικρούλη, σαν ψείρα, όπως τους εαυτούς τους, δεν τους αρέσει άλλο... Οι άνθρωποι προσεύχονται στο Θεό ξέρετε γιατί; Για να τους κρατάει όσο το δυνατόν μακρύτερα από αυτόν. Εάν ο Διάβολος βρισκόταν επί της Γης, θα ήταν αυτός ο Θεός τους... (Μα, τι λέω, όλοι μας, καθημερινά, στέλνουμε πολλούς σ' αυτόν...) Δεν θα ήθελαν άλλον και θα ζητούσαν να μείνουν μαζί του αιωνίως, κι αν τους έκανε και τα χατίρια,... δεν χωρεί αμφιβολία περί τούτου! Μη δίνετε σημασία, ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ!!!
Μικρά πράγματα απο σένα, κολλάζ;
Το τώρα, το πρίν και το μετά,
μικρά, πολύ μικρά,
που θα 'θελες και θέλεις να ζήσεις...
Η απόσταση, μικρή,
αλλά μιλάς και δε σ' ακούει κανείς...
Γιατί δε μ' ακούς;
Θλίψη, ρομαντισμός και προδοσία,
θα 'πρεπε;
Τα χρεώθηκες όλα, πληρώνεις...
- Θέλεις ν'αλλάξεις;
- Όχι...
- Θα πονέσεις...
- Ας πονέσω...Μικρά πράγματα...
Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, “έχετε λίγη σκόνη” να είπω “κύριε Άλφα”.
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Άχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...”
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριε μου”.
Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: “πεντακόσιες χιλιάδες”. Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: “σύμφωνος”. Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: “Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...”
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
Καρυωτάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου