Συγκλονιστικό: Ο διάσημος, Τζόσουα Μπελλ, άσημος βιολιστής στο μετρό!
Ένα κρύο πρωινό τον Γενάρη του 2007. Έπαιξε έξι κομμάτια του Μπαχ για περίπου 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό, περίπου 2 χιλιάδες άτομα πέρασαν από το σταθμό, οι περισσότεροι καθ' οδόν για τη δουλειά τους. Μετά από...3 λεπτά ένας μεσήλικας πρόσεξε ότι κάποιος έπαιζε μουσική. Βράδυνε το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά προχώρησε βιαστικός για τον προορισμό του.
4 λεπτά αργότερα ο βιολιστής εισέπραξε το πρώτο του δολάριο: μια γυναίκα έριξε τα χρήματα στο κουτί του και χωρίς να σταματήσει συνέχισε το δρόμο της.
6 λεπτά, ένας νεαρός έγειρε στον τοίχο για να τον ακούσει, μετά κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατά.
10 λεπτά, ένα αγοράκι 3 ετών σταμάτησε, αλλά η μητέρα του το έσυρε βιαστικά να συνεχίσει, καθώς το παιδί σταμάτησε για να δει τον βιολιστή. Τελικά η μητέρα έσπρωξε δυνατά το παιδί και το παιδί ξανάρχισε να περπατά γυρνώντας ολοένα το κεφάλι προς τα πίσω. Την ίδια αντίδραση είχαν και πολλά άλλα παιδιά. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι γονείς τα πίεζαν να προχωρήσουν.
45 λεπτά: ο μουσικός συνέχισε να παίζει. Μόνον 6 άνθρωποι είχαν για λίγο σταματήσει. Περίπου 20 άτομα του άφησαν χρήματα χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους. Συγκέντρωσε συνολικά 32 δολάρια. 1 ώρα: τελείωσε το παίξιμο και μια σιγή απλώθηκε παντού. Κανείς δεν το πρόσεξε. Κανείς δε χειροκρότησε ούτε υπήρξε έστω κάποιο ίχνος αναγνώρισης.
Κανείς δεν το 'ξερε, αλλά ο βιολιστής ήταν ο Τζόσουα Μπελλ, ένας από τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο. Έπαιξε ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια που έχουν ποτέ γραφτεί, με ένα βιολί αξίας 3.5 εκατομμυρίων δολαρίων. Δύο μέρες νωρίτερα, ο Τζόσουα Μπελλ γέμισε ασφυκτικά ένα θέατρο στη Βοστώνη, σε συναυλία που η μέση τιμή του εισιτηρίου άγγιξε τα 100 δολάρια.
Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Ο Τζόσουα Μπελλ έπαιξε ινκόγκνιτο στο σταθμό του μετρό στα πλαίσια ενός κοινωνιολογικού πειράματος που οργάνωσε η Ουάσιγκτον Ποστ για την αντίληψη, το γούστο και τις προτεραιότητες των ανθρώπων. Το ερώτημα που προέκυψε: σε ένα ουδέτερο περιβάλλον και σε ακατάλληλη ώρα, μπορούμε να αντιληφθούμε την ομορφιά; Σταματούμε για να την απολαύσουμε; Αναγνωρίζουμε το ταλέντο όταν εκδηλώνεται σε ασυνήθιστα χωροχρονικά πλαίσια; Ενα συμπέρασμα που πιθανώς μπορεί να εξαχθεί από το συγκεκριμένο πείραμα είναι:
Αν δεν έχουμε ένα λεπτό για να σταματήσουμε και ν' ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου να παίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ, με ένα από τα ομορφότερα μουσικά όργανα... πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε;
Μικρά πράγματα απο σένα, κολλάζ;
Το τώρα, το πρίν και το μετά,
μικρά, πολύ μικρά,
που θα 'θελες και θέλεις να ζήσεις...
Η απόσταση, μικρή,
αλλά μιλάς και δε σ' ακούει κανείς...
Γιατί δε μ' ακούς;
Θλίψη, ρομαντισμός και προδοσία,
θα 'πρεπε;
Τα χρεώθηκες όλα, πληρώνεις...
- Θέλεις ν'αλλάξεις;
- Όχι...
- Θα πονέσεις...
- Ας πονέσω...Μικρά πράγματα...
Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, “έχετε λίγη σκόνη” να είπω “κύριε Άλφα”.
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Άχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...”
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριε μου”.
Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: “πεντακόσιες χιλιάδες”. Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: “σύμφωνος”. Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: “Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...”
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
Καρυωτάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου